μανιάκας

μανιάκας
μανιάκᾱς , μανιάκη
necklace
fem acc pl
μανιάκᾱς , μανιάκη
necklace
fem gen sg (doric aeolic)
μανιάκᾱς , μανιάκης
necklace
masc acc pl
μανιάκᾱς , μανιάκης
necklace
masc nom sg (epic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μανιάκης — μανιάκης, ὁ (ΑM) χρυσό κόσμημα που φορούσαν οι Πέρσες και οι Γαλάτες γύρω από τον τράχηλο ή γύρω από τον βραχίονα («τῶν μὲν συμμάχων ψέλια χρυσᾱ καὶ μανιάκας... φερομένων», Πλούτ.) μσν. χρυσό περιδέραιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για δάνειο από τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”